πυραύστου

πυραύστου
πυραύστης
moth that gets singed in the candle
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυραύστης — ὁ, Α 1. έντομο που πετά γύρω από το λυχνάρι και τελικά καίγεται, πιθανώς η πεταλούδα 2. παροιμ. φρ. «δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον» λεγόταν για όσους προξενούν ζημιά ή βλάβη στους εαυτούς τους (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αύστης (< αὔω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”